Γράφει ο Λευτέρης Καρβουνίδης

Σε μια φιλελεύθερη δημοκρατική χώρα το κάλεσμα του εκλογικού σώματος σε δημοψήφισμα δεν είναι κάτι άγνωστο, όπως ακριβώς και στην χώρα μας όπου μια πενταετία πριν η τότε κυβέρνηση ανακοίνωσε την διεξαγωγή του. Ως έννοια, εμφανίστηκε πρώτα στην αρχαία Αθήνα, στην εκκλησία του Δήμου με τον λαό να παίρνει τις αποφάσεις για εκείνον. Αυτό γίνεται αντιληπτό και από τα συνθετικά της λέξης, τα οποία είναι δήμος και ψηφίζω, δηλώνοντας την αμεσότητα στην λήψη ψηφισμάτων. Για να φτάσει μια χώρα στο σημείο αυτό χρειάζεται βέβαια να προηγηθούν σημαντικά θέματα, τα οποία απαιτούν την βοήθεια του ‘‘κοινού’’.

Προκειμένου όμως να διεξαχθεί σωστά ένα δημοψήφισμα πρέπει να τηρούνται σωστά κάποιες προϋποθέσεις, όπως η άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία. Κάτι που δεν έχει εφαρμοστεί σε όλες τις περιόδους που έγινε αυτό (Δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου 1973 κατά την διάρκεια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών), αμαυρώνοντας την ουσία του με την νοθεία που έγινε. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η σωστή ενημέρωση του πολίτη πριν την τελική του απόφαση, καθώς είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει τον λόγο που καλείται στις κάλπες. Σε πολλές των περιπτώσεων ο κοινωνικός περίγυρος δεν γνωρίζει πραγματικά τι συμβαίνει και καθοδηγείται από τις κομματικές μάζες χωρίς να επεξεργάζεται τα δεδομένα που λαμβάνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το δημοψήφισμα του 2015 που ακόμη και σήμερα με δυσκολία μπορεί κανείς να περιγράψει ποια ήταν η ουσία του, καθώς οι απόψεις διίστανται χωρίς να επικρατεί ιδιαίτερη σαφήνεια.

Από την φύση τους χωρίζονται σε δυο κατηγορίες και αφορούν είτε ένα κρίσιμο εθνικό θέμα, το οποίο απαιτεί και την σύμπραξη του λαού για την τελική απόφαση είτε ένα κοινωνικό ζήτημα, το οποίο σχετίζεται με ψηφισμένα νομοσχέδια, εξαιρούνται τα δημοσιονομικά, που θα αλλάξουν ή θα καταργηθούν. Βέβαια το κατά πόσο ένα δημοψήφισμα κρίνεται εθνικού ή κοινωνικού ζητήματος αφορά την Βουλή και το πως αυτή θα το παρουσιάσει στους πολίτες. Η χρήση του πρέπει να γίνεται καθαρά όταν υπάρχει ένα σημαντικό ζήτημα και όχι συχνά. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από το ιστορικό που έχει η Ελλάδα στα δημοψηφίσματα. Αν εξαιρεθεί η χρονιά του 2015 τελευταία φορά έγινε στις 8 Δεκέμβρη 1974 σχετικά με το πολίτευμα που θα επικρατούσε μετά την πτώση της χούντας, όπου επικράτησε η αβασίλευτη δημοκρατία. Σίγουρα ο χαρακτήρας τους κυμαίνεται σε συμβουλευτικό και δεσμευτικό κυρίως, όπου όταν επικρατεί η πρώτη περίπτωση απλώς οι κυβερνώντες δέχονται την γνώμη του λαού πράττοντας ό,τι θεωρούν αυτοί σωστό. Σίγουρα δεν μπορεί να ισχύσει αυτό όταν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, καθώς σε αυτή την περίπτωση αν δεν ‘‘ακούσει’’ το αίτημα του και προβεί σε αντίθετες πράξεις τότε αυτές κρίνονται αντισυνταγματικές. Για να μπορέσει να υπάρχει μια σαφέστατη εικόνα σχετικά με το αποτέλεσμα χρειάζεται και η κατάλληλη προσέλκυση του λαού, 40% για ένα εθνικό ζήτημα και 50% για ένα κοινωνικό, ιδιαίτερα μικρό ποσοστό μπορεί να χαρακτηριστεί, καθώς ουσιαστικά μια μειονότητα έχει την δυνατότητα να καθορίσει το αποτέλεσμα, κάτι που ενθαρρύνει την αποχή και την αρνητική ψήφο, διότι όπως συμβαίνει συνήθως η ψήφος καθοδηγείται από τη πολιτική ιδεολογία του καθενός. Συνεπώς αυτό μπορεί να είναι ένα τεστ για την εκάστοτε κυβέρνηση, ώστε να δει την επιρροή της στο εκλογικό κοινό και να διορθώσει τα λάθη της ή να δυναμώσει περισσότερο τον πυρήνα της (Δεν γίνεται μόνο γι’ αυτό ένα δημοψήφισμα αλλά και για άλλους λόγους, απλώς μέσα από αυτό προκύπτει και μια σαφή εικόνα για την πορεία της χώρας). 

Το δημοψήφισμα είναι κάτι το οποίο δεν συναντάται συχνά στην χώρα μας, αλλά είναι μια διαδικασία περίπλοκη μέχρι να πραγματοποιηθεί. Χρειάζεται μια αναθεώρηση για να γίνει πιο άμεση η δημοκρατία μας και ο λαός να είναι πιο ενεργός στο κέντρο λήψεων αποφάσεων, ώστε να λαμβάνονται σωστότερα κάποιες αποφάσεις, εφόσον πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Εν κατακλείδι, η διαμόρφωση ενός ορθού συνταγματικού πλαισίου που θα ευνοεί την ομαλή διεξαγωγή του, θα συμβάλλει στην αλλαγή του πολιτικού τοπίου προς το θετικό, δείχνοντας τις αδυναμίες του συστήματος μας.

 

Ο Λευτέρης είναι φοιτητής Πολιτικών Επιστήμων ΑΠΘ. Καταγωγή από Κιλκίς. Ενδιαφέρεται για θέματα τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής πολιτικής. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά. Η αρθρογραφία είναι μια νέα και ενδιαφέρουσα ασχολία για εκείνον.


 

Πηγή: pollsandpolitics.gr