Εβρεχε.
Να, σαν σημερα.
Εβρεχε πολυ.
Πολυ πισω στο χρονο.
Απο το πρωι ηταν σε γλυκια αναμονη.
Ενας χρονος.
Ενας ολοκληρος χρονος.
Μετρησε 365 μερες και τις ειδε να χανονται.
Του το ειχε πει κι ο ειδικευομενος οταν πρωτοσυστηθηκανε.
– Δε μου λες γιατρε, θα πεθανω;
– Δεν θελω να ακουω αηδιες. Απλως θα χασεις εναν χρονο απο τη ζωη σου. Για να κερδισεις πολλα χρονια στο μελλον.
Δεν ξερω αν τον πιστεψε εκεινη τη στιγμη.
Ηταν απελπισμενος, μονος και μολις 28 χρονων.
Α, ξεχασα να σου πω πως ηταν γεματος καρκινο.
Οταν το εμαθε, δεν αντεδρασε καν.
Πηγε με τη μανα του στο γραφειο του ογκολογου και μονο μια ερωτηση πλανιοταν.
– Θα πεθανω γιατρε;
– Θα το παλεψουμε παιδι μου.
Δεν του ειπε αυτο που ηθελε να ακουσει. Του ειπε την αληθεια.
Θα το παλεψουν.
Ξεκινησε τον πολεμο.
365 μερονυχτα.
Ελιωνε, εσκουζε, ουρλιαζε, πονουσε, εχανε τα μαλλια του, εχανε τον εαυτο του.
Οι φλεβες του κατεστραμμενες.
Τα σωθικα του βγαλμενα απο τον εμετο.
Τα ματια του εβλεπαν μαυρο.
Η ψυχη του τραγουδουσε τα δικα του μοιρολογια.
Η μανα του σπαραζε μοναχη. Βουβα.
Ο πατερας του κρατουσε τη καρδια του. Καρδιακος ηταν, αλλα επρεπε να αντεξει. Για το παιδι του.
Ο αδερφος του χτυπουσε το κεφαλι του στο τοιχο και αναθεματιζε τα συμπαντα. Οταν ηρεμουσε κρατουσε το χερι του αδερφου του. Οχι σφιχτα. Ηταν αραχνοϋφαντο πλεον, ευθραυστο. Το κρατουσε σαν φυλαχτο.
Οι συγγενεις (οσοι ειχαν το κουραγιο να τον επισκεφτουν στο σπιτι στις αναπαυλες των θεραπειων) εμπαιναν στο δωματιο με μασκα. Για να αποφυγουν τη διασπορα μικροβιων αλλα και να κρυψουν τον φοβο τους, την αμηχανια τους, την ταραχη τους.
Εκεινος τους κοιτουσε με χαμογελο.
Τους εκανε να κλαινε μα οχι απο απογοητευση.
– Δεν θα πεθανω ρε, μην κανετε ετσι. Μην κλαιτε για μενα.
Μετα εκλεινε τα ματια του κι εμπαινε στους δικους του κοσμους. Εκει οπου δεν υπαρχει ντροπη, πονος και δακρυ.
Στην τελευταια θεραπεια λυγισε.
– Δεν αντεχω αλλο, ψελλισε. Οι πολλαπλες χημειοθερπειες τον ειχαν ηδη σκοτωσει. Εβγαλε τον φλεβοκαθετηρα μονος του. Εσταξε το λιγοστο και πολυτιμο αιμα του στο σεντονι.
– Αλλη μια προσπαθεια. Θα σφιξεις τα δοντια και…αλλη μια προσπαθεια, του φωναξε ο γιατρος.
– Ναι, αλλη μια προσπαθεια. Μετα θα με αφησετε να ησυχασω. Να πιω κι εναν καφε. Δεν εχω πιει καφε εδω και μηνες.
– Μετα θα γινεις καλα. Στο υποσχομαι. Και θα πιεις καφε.
Ετσι κι εγινε!
Μια μερα σαν κι αυτη. Βροχερη. Υπεροχη βροχερη μερα!
Η μανα πηρε το σακιδιο και το εξιτηριο στα χερια.
Εκεινος….εκεινος ειχε βγει στο δρομο, τον ελουζε η καταιγιδα και του αρεσε.
Με τον καφε στο χερι μπηκε σε ενα ταξι κι εφυγε.
Εφυγε νικητης.
Το τροπαιο του;
Ενας απλος καφες.
Και η ζωη του που ξαναξεκινησε εκεινη ακριβως τη στιγμη.
Νικιεται ο καρκινος.
Λαμπρος Λιαπης.


 

Thanks to Lily Banse for sharing their work on Unsplash.